- συμβαλλόμενοι
- συμβάλλωthrow togetherpres part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπαναχώρηση — η / ὑπαναχώρησις, ήσεως, ΝΑ [υπαναχωρώ] η βαθμιαία ή η κρυφή υποχώρηση νεοελλ. 1. αναίρεση τών λεχθέντων, αποκήρυξη δοξασιών ή γνωμών τις οποίες υποστήριζε κάποιος 2. αθέτηση συμφωνίας 3. (νομ.) κατάσταση κατά την οποία μια απόπειρα μένει… … Dictionary of Greek
αγοραπωλησία — Η πράξη της αγοράς και της πώλησης. Υπάρχουν πολλών ειδών α., αλλά οι πιο αντιπροσωπευτικές του όρου είναι εκείνες που γίνονται στα χρηματιστήρια. Οι κυριότερες είναι: η α. με προθεσμία, η α. επί δώρω, η α. τοις μετρητοίς και η α. σταθερά. Η… … Dictionary of Greek
δίκαιο — Ο όρος δ. είναι ιδιαίτερα ευρύς και χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες. Γενικά ο όρος δ. χρησιμοποιείται για να προσδώσει την έννοια του ορθού και του πρέποντος σε πράξεις και σε συμπεριφορές.Ως στενός νομικός όρος υπέστη εκτεταμένη … Dictionary of Greek
ενοχή — Νομική σχέση σύμφωνα με την οποία ένα πρόσωπο (οφειλέτης) είναι υποχρεωμένο να προβεί σε μια ορισμένη παροχή προς ένα άλλο (πιστωτή). Σε αντίθεση με τα εμπράγματα δικαιώματα, που εκφράζουν τη νομική θέση του προσώπου απέναντι σε ένα πράγμα και… … Dictionary of Greek
επιτρεπτικός — ή, ό (Α ἐπιτρεπτικός, ή, όν) [επιτρέπω] αυτός που επιτρέπει κάτι, που προτρέπει, παρακινεί («ὁ μὴ προσέχων λόγοις ἐπιτρεπτικοῑς καὶ παιδευτικοῑς», Ωριγ.) νεοελλ. (νομ.) «επιτρεπτικό δίκαιο» το σύνολο τών κανόνων τού ιδιωτικού δικαίου που μπορούν… … Dictionary of Greek
μαθητεία — Όρος του εργατικού δικαίου που δηλώνει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο μαθητευόμενος, γενικά σε ηλικία 14 έως 20 ετών, κατά την πρακτική εκμάθηση ενός επαγγέλματος ή ειδικότητας, κυρίως στον βιομηχανικό και στον βιοτεχνικό τομέα, υπό την… … Dictionary of Greek
μεσεγγύηση — (Νομ.). Ειδική μορφή παρακαταθήκης, με την οποία πράγμα κινητό ή ακίνητο, για το οποίο προβάλλουν δικαιώματα αμφισβητούμενα ή αβέβαια πολλά πρόσωπα, παραδίδεται για φύλαξη στην κατοχή τρίτου (μεσεγγυούχου), ώσπου να επιλυθεί η διαφορά. Η μ.… … Dictionary of Greek
προσύμφωνο — το, Ν (νομ.) σύμβαση που ως περιεχόμενο έχει την υποχρέωση να συνάψουν οι συμβαλλόμενοι στο μέλλον μεταξύ τους ή ο ένας από αυτούς με τρίτο πρόσωπο μια άλλη, κύρια, σύμβαση με προκαθορισμό τών βασικών όρων της. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + σύμφωνο… … Dictionary of Greek
πώληση — (Νομ.). Αμφοτεροβαρής ενοχική σύμβαση (ενοχή) που αποβλέπει στη μεταβίβαση της κυριότητας κινητού ή ακίνητου πράγματος ή δικαιώματος από ένα πρόσωπο (πωλητή) σε ένα άλλο (αγοραστή) αντί καταβολής ενός χρηματικού, κατά κύριο τουλάχιστον λόγο,… … Dictionary of Greek
συγγράφω — ΝΜΑ [γράφω] γράφω έργο σε πεζό λόγο, συνθέτω σύγγραμμα (α. «συνέγραψε τα απομνημονεύματά του» β. «οἱ ἰατροι συγγράφουσι περὶ ὑγιείας», Πλάτ.) νεοελλ. 1. συντάσσω κείμενο 2. (αμτβ.) είμαι συγγραφέας αρχ. 1. σημειώνω, καταγράφω 2. περιγράφω («τὸ… … Dictionary of Greek